- καμπανίζω
- καμπανίζω ρ. αμετβ.бить в колокол, звонить в колокол
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
καμπανίζω — (Μ καμπανίζω) νεοελλ. 1. χτυπώ την καμπάνα τής εκκλησίας, κουδουνίζω 2. (αμτβ.) ηχώ σαν καμπάνα, αποδίδω ήχο καμπάνας, κουδουνίζω 3. μτφ. υπαινίσσομαι κάτι, διατυπώνω καμπανιές, δυσάρεστους υπαινιγμούς μσν. ζυγίζω με τον κάμπανο*. ζυγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
καμπανίζω — καμπάνισα, χτυπώ την καμπάνα της εκκλησίας, ηχώ σαν καμπάνα: Καμπανίζει στη Φραγκιά κι ακούγεται στην Πόλη (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καμπανίσαι — καμπανίζω weigh aor inf act καμπανίσαῑ , καμπανίζω weigh aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπανίσωσι — καμπανίζω weigh aor subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποφθέγγομαι — (AM ἀποφθέγγομαι) εκφέρω τη γνώμη μου απροκάλυπτα με παρρησία αρχ. 1. λέω απόφθεγμα, αποφαίνομαι 2. (για αγγεία) ηχώ, καμπανίζω … Dictionary of Greek
καμπάνισμα — το [καμπανίζω] 1. η κρούση τής καμπάνας 2. συνεκδ. ο ήχος τής καμπάνας, η καμπανιά, το κουδούνισμα 3. μτφ. δυσάρεστος υπαινιγμός, έμμεση νύξη, καμπανιά … Dictionary of Greek
καμπανιστής — καμπανιστής, ὁ (Μ) [καμπανίζω] αυτός που εξαπατά κατά το ζύγισμα χρησιμοποιώντας ψεύτικα, λιποβαρή σταθμά, ζυγοκρούστης* … Dictionary of Greek
καμπανιστικός — καμπανιστικός, ή, όν (Μ) [καμπανίζω] το ουδ. ως ουσ. τὸ καμπανιστικόν φόρος που εισπράττονταν κατά το ζύγισμα … Dictionary of Greek
καμπανιστός — ή, ό (Μ καμπανιστός, ή, όν) [καμπανίζω] νεοελλ. (για ήχους) εύηχος, ηχηρός, κουδουνιστός («γέλια καμπανιστά») μσν. ζυγισμένος … Dictionary of Greek
καμπανώ — καμπανῶ (Μ) κάνω τη ζυγαριά να ζυγίσει, τήν ισορροπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστώτας από τον αόρ. ἐκαμπάνισα τού καμπανίζω που συνέπιπτε με τον ησα τών ρημάτων σε ῶ] … Dictionary of Greek
κλαμπανίζω — [κλάμπανο] χτυπώ την καμπάνα, καμπανίζω … Dictionary of Greek